- φευγάτισμα
- το, Ν [φευγατίζω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φευγατίζω, φυγάδευση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φευγάτισμα — το, ατος η φυγάδεψη (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυγάδεψη — η η διευκόλυνση της φυγής κάποιου, το φευγάτισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)